- επόμμασις
- ἐπόμμασις, ἡ (Α)αστρολ. ατένιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + όμμασις, αμάρτυρος τ. (< όμμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπομμάσεως — ἐπομμάσεω̆ς , ἐπόμμασις aspect fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)